βρυάζω

βρυάζω
(AM βρυάζω)
βρίσκομαι σε αφθονία, πληθαίνω
αρχ.
1. εγκυμονώ
2. ξεχειλίζω
3. αλαζονεύομαι
4. ευχαριστιέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του βρύω*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βρυάζω — swell pres subj act 1st sg βρυάζω swell pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυάζω — 1.βρίθω, είμαι κατάμεστος, γεμάτος από κάτι: Οι μύγες βρυάζουν γύρω στο ψοφίμι. 2. γεμίζω βρύα: Πέτρα που κυλάει, δε βρυάζει (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρυάζει — βρυάζω swell pres ind mp 2nd sg βρυάζω swell pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυάζον — βρυάζω swell pres part act masc voc sg βρυάζω swell pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυάσομαι — βρυάζω swell aor subj mid 1st sg (epic) βρυάζω swell fut ind mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐβρύαζον — βρυάζω swell imperf ind act 3rd pl βρυάζω swell imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυαζούσης — βρυάζω swell pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυάζειν — βρυάζω swell pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυάζεις — βρυάζω swell pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυάζοντας — βρυάζω swell pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”